ραδιοστρόντιο

ραδιοστρόντιο
το, Ν
φυσ. ονομασία τών ραδιενεργών ισοτόπων τού στροντίου που παράγονται ως προϊόντα τής πυρηνικής σχάσης στους πυρηνικούς αντιδραστήρες ή κατά τις πυρηνικές εκρήξεις, αποτελώντας συστατικά τής ραδιενεργού τέφρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. radiostrodium (< λατ. radius «ακτίνα» + στρόντιο*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”